Αφιέρωμα στο περιοδικό «Κορφές» Μαρτίου – Απριλίου 1995, για την ανάβαση στον Βόρειο τοίχο του Άϊγκερ.
Περιοδικό Κορφές No.112/95
Κείμενο: Γιάννης Θεοχαρόπουλος
EIGER !!! Ένα όνομα για ένα βουνό του οποίου η βόρεια πλευρά εξασκεί μια αληθινή γοητεία πάνω σε όλους τους ορειβάτες. Είναι συνδεδεμένη με κινδύνους, δυσκολίες, αποτυχίες, θανάτους. Είναι εξίσου συνώνυμη με την επιτυχία και την αποτυχία. Αυτή η κάθετη πλευρά ύψους 1.700 μέτρων στον παρατηρητή παρουσιάζεται σκοτεινή, δυσοίωνη και εχθρική. Το καλοκαίρι, όταν οι χιονούρες είναι βρώμικες και τα βράχια μαύρα από τα νερά, είναι άσχημη και απωθητική. Γίνεται προκλητική στο τέλος του Φθινοπώρου όταν οι καταρράκτες έχουν σκληρύνει και ένα πρώτο χιόνι έχει πέσει επάνω της.
Καμιά άλλη κορφή των Άλπεων δεν έχει γίνει επίκεντρο τόσων συζητήσεων και γραπτών περιγραφών.
Η αναρρίχηση στη βόρεια ορθοπλαγιά του Eiger αποτελεί μια πραγματική δοκιμασία για τον ορειβάτη. Απαιτεί μεγάλη εμπειρία και ανεξάντλητα αποθέματα σωματικών και ψυχικών δυνάμεων. Τα μεγάλα περάσματα πάγου και βράχων καλυμμένων με παγετό (verglass), οι λιθοπτώσεις, μια δύσκολη στην εξερεύνησή της πορεία και οι απότομες αλλαγές των καιρικών συνθηκών δίνουν στη διαδρομή αυτή μια μοναδική δυσκολία.
Η Βορεινή ορθοπλαγιά του Eiger έγινε προς τιμήν της Ελληνικής ορειβασίας και των συλλόγων, φέτος τον Ιούλιο 1994 από τέσσερις Έλληνες ορειβάτες (τους Γιάννη Θεοχαρόπουλο, Δημήτρη Μπουραζάνη, Μπάμπη Τσουπρά μέλη του Ε.Ο.Σ. Αθηνών και Γιώργο Γκάλιο του Ο.Λ. Θεσσαλονίκης) και αποτελεί σταθμό στην ιστορία της Ελληνικής ορειβασίας. Η διαδρομή που ακολουθήθηκε ήταν η κλασσική διαδρομή του 1938.
Το χρονικό της διαδρομής.
ΤΕΤΑΡΤΗ 13.7.1994: Ώρα 2:20 το πρωί, ξεκινήσαμε από τα αντίσκηνα. Χρειαστήκαμε μισή ώρα για να φτάσουμε στις παλιές χιονούρες, στη βάση της ορθοπλαγιάς. Διασχίσαμε την πρώτη χιονούρα, περνώντας τη ριμέ από αριστερά και σκαρφαλώνοντας ένα κομμάτι 10-15 m βράχου περίπου ΙΙΙ βαθμού, φθάσαμε στη δεύτερη χιονούρα, απ’ όπου ξεκινά η σεμινέ εισόδου της διαδρομής.
Λόγω του ότι έτρεχαν νερά στη σεμινέ εισόδου, διαλέξαμε για είσοδο λίγο πιο αριστερά ένα κομμάτι βράχου. Εκεί λόγω της δυσκολίας (V+, VI) χρειάστηκε να χρησιμοποιήσουμε τα σχοινιά. Η είσοδος ήταν μια σχοινιά. Εγώ με το Δημήτρη συνεχίσαμε να ανηφορίζουμε προς τα δεξιά τη χιονούρα που υπήρχε πάνω απ’ τη σχοινιά εισόδου. Έτσι βρεθήκαμε στη χαρακτηριστική τριγωνική χιονούρα που βρίσκεται δεξιά από τον πρώτο πυλώνα. Την ανεβήκαμε, ευθεία επάνω, μέχρι το αριστερό μέρος της κορφής της. Σβήσαμε εκεί τους φακούς μας γιατί ήταν 4:30 και άρχισε να ξημερώνει. Συνεχίσαμε να κινούμαστε προς τα αριστερά και επάνω σε παταράκια και σπασμένα βράχια ΙΙΙ βαθμού.
Εκεί ξαναβρεθήκαμε με τον Μπάμπη και το Γιώργο που είχαν ακολουθήσει μια διαφορετική πορεία μέσα από τα βράχια, ευθεία από τη σεμινέ εισόδου και παρακάμπτοντας την τριγωνική χιονούρα. Ήμασταν τώρα και οι τέσσερις στη βάση του 2ου πυλώνα και η ώρα ήταν μόνο 4:45. Συνεχίσαμε προς τα επάνω και δεξιά χωρίς να κάνουμε ρελέ για να κερδίζουμε χρόνο. Φθάσαμε έτσι κάτω από τον κόκκινο τοίχο (Rate Flough) μερικές σχοινιές πριν από την τραβέρσα Hidestroiseer. Αρχίσαμε να κάνουμε ρελέ γιατί έτρεχαν πολλά νερά και τα βράχια γλιστρούσαν επικίνδυνα.
Περάσαμε την difficult crach και μετά από λίγες σχοινιές περάσαμε και την τραβέρσα Hidestroiseer χρησιμοποιώντας τα υπολείμματα των σταθερών σχοινιών που υπάρχουν σ’ αυτήν. Τα νερά από τα σχοινιά και τα βράχια περνούσαν από τις παλάμες μας και κατέβαιναν μέχρι τις μασχάλες μας. Πρωινή ψυχρολουσία και η ώρα ήταν 7:30. Κινηθήκαμε όσο μπορούσαμε πιο γρήγορα μέχρι το πρώτο πεδίο πάγου (first field). Ενώ αναρριχιόμασταν σ’ αυτό από τη δεξιά του πλευρά, άγχος άρχισε να μας δημιουργείται εξαιτίας των συχνών λιθοπτώσεων.
Δεκάδες χαλίκια και πέτρες χτυπούσαν στα ρούχα και τα κράνη μας. Άλλες μεγαλύτερες, που περνούσαν, ευτυχώς μακρύτερα, έκαναν ένα χαρακτηριστικό βόμβο που θύμιζε ελικόπτερο.
Στο τελείωμα του πρώτου πεδίου πάγου βρίσκεται το Ice Hose που στην περίπτωσή μας ήταν ένας γλοιώδης καταρράκτης. Είχαμε βραχεί αρκετά και βραχήκαμε τελείως σκαρφαλώνοντας μέσα σ’ αυτό. Η δυσκολία του ήταν V βαθμού.
Αυτό που μας ένοιαζε πολύ ήταν να βρίσκουμε σημεία για να βάζουμε ασφάλειες και να κινούμαστε χωρίς καθυστερήσεις. Έπρεπε ν’ ανέβουμε ακριβώς από επάνω του στο 2ο πεδίο πάγου του το οποίο ήταν το Ice Hose. Ένα φυσικό χωνί που στραγγίζουν πέτρες νερά και χώμα. Φθάσαμε έτσι στο 2ο πεδίο πάγου και το «τρέξιμο» δεν σταμάτησε. Αντιθέτως, περάσαμε το 2ο πεδίο πάγου μονάχα με ενδιάμεσες ασφάλειες, για να κερδίσουμε – τι άλλο; Χρόνο.
Η κλίση και των δύο αυτών πεδίων πάγου είναι 55ο περίπου. Ενώ είχαμε διασχίσει το 2ο πεδίο πάγου που έχει 500 m περίπου ανάπτυγμα, είχε φτάσει 12:00 και η κούραση άρχισε να κάνει φανερά την παρουσία της.
Χαρίζουμε την απόλαυση στους εαυτούς μας από τη γεύση μερικών ξηρών καρπών και λίγων υγρών. Ομίχλη άρχισε να πέφτει τριγύρω, μειώνοντάς μας αρκετά την ορατότητα και δημιουργώντας μας ανησυχίες σχετικά με την εξέλιξη του καιρού. Συνεχίσαμε μερικές σχοινιές μέχρι το Death Bivouac στην κορφή του Elat Irom.
Η περιορισμένη ορατότητα, τα βρεγμένα μας ρούχα, οι διαρκείς μικρές και μεγάλες λιθοπτώσεις και τα υπολείμματα υλικών από προηγούμενες προσπάθειες, που ήταν έντονα στην περιοχή του Death Bivouac επιδρούσαν, όχι και τόσο ενθαρρυντικά στην ψυχολογία μας. Νοιώθεις τι σημαίνει αναρρίχηση 4ου βαθμού στην Eiger Nordwand.
Αφού άνοιξε λίγο ο καιρός είδαμε τη ράμπα και αφού περάσαμε το 3ο πεδίο πάγου κλίσης 55ο περίπου με ενδιάμεσες ασφάλειες μονάχα, βρεθήκαμε σ’ αυτήν. Αρχίσαμε να τη σκαρφαλώνουμε και είχαμε κάνει μέχρι εκεί 12 ώρες από τη βάση της διαδρομής, χρόνος εξαιρετικά γρήγορος γι’ αυτή τη διαδρομή και τις συγκεκριμένες συνθήκες καιρού.
Μετά από τέσσερις σχοινιές αναρρίχησης φτάσαμε στον καταρράκτη της ράμπας, τον οποίο ήταν αδύνατο να περάσουμε.
Λόγω της κακοκαιρίας που είχε αρχίσει πριν 2 ώρες, έτρεχε πολύ νερό. Προσπαθήσαμε να ανεβούμε από τη δεξιά παραλλαγή του VI αλλά ο καιρός χειροτέρευε και ήταν αδύνατο. Έτσι κάναμε ένα ραπέλ, κατεβήκαμε πιο κάτω 30 m και εκεί ετοιμαστήκαμε για την πρώτη μας διανυκτέρευση (1ο Bivouac). Σκάψαμε το παγωμένο χιόνι της ράμπας, φτιάξαμε παταράκια για να καθίσουμε, ενώ ο Γιώργος προτίμησε τη λύση της αιώρας μιας και δεν υπήρχε πολύς χώρος. Μερικά καρφιά και παγόβιδες χρησιμοποιήθηκαν για ν’ ασφαλιστούμε. Το επάνω μέρος σε εκείνο το σημείο της Ράμπας ήταν αρνητικό και μας παρείχε έτσι μια στοιχειώδη προστασία από πέτρες και νερά. Ήταν 19:00 και είχαμε κλείσει 16 ώρες αναρρίχησης.
ΠΕΜΠΤΗ 14.07.1994: Ο καιρός ήταν πολύ καλός και ήμασταν κεφάτοι. Ξεκινήσαμε στις 7:30 αφού είχε προηγηθεί ένα ζεστό τσάι. Φθάσαμε γρήγορα στον καταρράκτη της ράμπας, ο οποίος ήταν ακόμη αρκετά βρεγμένος. Έτσι αποφασίσαμε να ανέβουμε δεξιά του από την παραλλαγή VI, ένα κάθετο και ελαφρά αρνητικό τοίχο.
Λόγω των μεγάλων δυσκολιών που παρουσίαζε τον περάσαμε τεχνητά με καρφιά που βάζαμε, αλλά και αυτά που υπήρχαν. Μας καθυστέρησε αρκετά αλλά ήταν απαραίτητο. Δεν διανοήθηκε πάντως κανείς να χρησιμοποιήσει αναρριχητικά παπούτσια και να «κάνει» τα περάσματα «ελεύθερα». Οι συνθήκες καιρού και βράχου τέτοιων διαδρομών κάνουν να φαντάζουν τέτοιες σκέψεις το λιγότερο αφελείς. Για να περάσουμε όλοι με τις άκαμπτες αρβύλες και τα σακίδια, χρειαστήκαμε 2-3 ώρες. Ακολούθησε μια δύσκολη σχοινιά σ’ ένα παγωμένο λούκι – σεμινέ, με σκληρό πάγο κα verglass. Στη συνέχεια βγήκαμε στη χιονούρα πάνω από τη ράμπα, κλίσης 50ο – 55ο, την οποία σκαρφαλώσαμε για δύο σχοινιές. Ακολούθησε προς τα δεξιά μια τραβέρσα II βαθμού και μια σχισμή V βαθμού, που μας έφερε στο ξεκίνημα της «Τραβέρσας των Θεών».
Στο δεύτερο μισό της τραβέρσας, ο καιρός άρχισε πάλι να χαλάει. Μειώθηκε η ορατότητα στα 10 μέτρα και άρχισε να πέφτει χαλάζι τελείως ξαφνικά.
Αυτό μας ανάγκασε να γυρίσουμε την τραβέρσα προς τα πίσω και να σκεπτόμαστε την πιθανότητα ενός Bivouac. Ο καιρός όμως άνοιξε πάλι, αν και έδειχνε ασταθής και ύστερα από μια συζήτηση μεταξύ μας, αποφασίσαμε να προχωρήσουμε όσο μας επέτρεπαν οι καιρικές συνθήκες και το φως της μέρας. Έτσι όμως καθυστερήσαμε μια ώρα. Την κερδίσαμε όμως κατόπιν αφού κάναμε την τραβέρσα και την Αράχνη μονάχα με ενδιάμεσες ασφάλειες και μόνο μέσα σε μια ώρα. Πραγματικό «τρέξιμο» και εδώ ήταν ένα ακόμη σημείο που η καλή φυσική κατάσταση έπαιζε μεγάλη σημασία.
Συνεχίζοντας τη διαδρομή πάνω απ’ την «Αράχνη» σε μικτό πεδίο (πάγου – βράχου IV+), ο καιρός φαινόταν ότι θα χαλάσει πάλι και μάλιστα για τα καλά αυτή τη φορά. Στόχος μας ήταν να ανεβούμε όσο το δυνατόν ψηλότερα. Η βροχή που άρχισε να πέφτει, συνδυαζόταν με ομίχλη και έδινε στο τοπίο μια γεύση από ταινία θρίλερ. Όμως δεν ήταν ταινία, ήταν πραγματικότητα και συμμετείχαμε ολοκληρωτικά.
Ξεπεράσαμε γρήγορα κάποιες δυσκολίες βράχου V+ και με συνεχή βροχή φτάσαμε στο Bivouac Corti, μια μικρή ελαφρά κατηφορική γλυμμένη πλάκα.
Μας έμεναν τρεις σχοινιές IV βαθμού και τρεις σχοινιές II, III βαθμού για να βγούμε από τις σεμινέ εξόδου στην κορυφογραμμή. Η βροχή όμως άρχισε να γίνεται χιόνι. Τα βράχια γλιστρούσαν απελπιστικά. Εκεί είχα μια πτώση 7-8 μέτρων στην πρώτη σχοινιά των σχισμών – σεμινέ εξόδου.
Αφού ολοκλήρωσα τη σχοινιά και έκανα ρελέ, ήλθαν εκεί και οι υπόλοιποι. Ο Γιώργος ξεκίνησε να κάνει με κραμπόν τη δεύτερη σχοινιά. Ενώ έχει βάλει μια ασφάλεια, πέφτει, την ξηλώνει και με τρόμο τον βλέπουμε να περνά πάνω από τα κεφάλια μας και να σταματά από τα καρφιά.
Ευτυχώς δεν χτύπησε και θέλησε να συνεχίσει περίπου 10 μέτρα ψηλότερα. Είχε μια δεύτερη πτώση. Ξήλωσε μια – δύο ασφάλειες και παρέσυρε αρκετές πέτρες. Αυτές μας χτύπησαν στα κράνη και το πιο ισχυρό σοκ το δέχτηκε ο Δημήτρης, ο οποίος έμεινε λιπόθυμος για 2-3 λεπτά και αιμορραγούσε από τη μύτη.
Η κατάστασή μας ήταν απελπιστική. Ο Γιώργος είχε χτυπήσει λίγο, ο Δημήτρης πάλι ήταν άσχημα και ήθελε περίθαλψη και ο Μπάμπης κι εγώ τρέμαμε από τα βρεγμένα ρούχα και το κρύο.
Κάναμε έτσι ένα ραπέλ και ετοιμάσαμε στα γρήγορα Bivouac. Μείναμε, εγώ μόνος μου σ’ ένα παταράκι και 15 μέτρα αριστερότερα ο Μπάμπης, ο Δημήτρης και ο Γιώργος, γιατί οι χώροι «διανυκτέρευσης» ήταν στο συγκεκριμένο σημείο αρκετά περιορισμένοι.
Η χιονόπτωση συνεχιζόταν, ενώ η θερμοκρασία είχε πέσει αρκετά. Τα υλικά μας, καθώς και τα δάκτυλά μας, είχαν παγώσει. Μπήκα όπως – όπως με τις άκαμπτες αρβύλες μέσα στον υπνόσακό μου και το bivouac. Έσφιξα τα σχοινιά μου για να με κρατούν κοντά στον τοίχο και να μην γλιστρούν και κρέμομαι στο κενό. Οι υπόλοιποι έστησαν γρήγορα μια τέντα που τους προφύλασσε από τον αέρα και το χιόνι. Αισθανόμασταν εγκλωβισμένοι και το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε, ήταν να περιμένουμε. Οι υπόλοιπες ώρες μοιραζόντουσαν με λίγα λεπτά ύπνου και αναμονή, που συνδυαζόταν με την πολυτέλεια κάποιων ξηρών καρπών.
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 15.7.1994: Έπρεπε να περιμένουμε να φτιάξει ο καιρός. Θέλαμε να πιστεύουμε ότι θα φτιάξει γρήγορα και ότι δεν θα είναι μια απ’ τις συνηθισμένες πολυήμερες κακοκαιρίες του βουνού. Κάτι τέτοιο θα ήταν καταστροφικό για εμάς, γιατί είχαμε τροφή για μια – δυο μέρες ακόμη και φυσικά με τέτοιες καιρικές συνθήκες, δεν πλησιάζει ελικόπτερο διάσωσης στην ορθοπλαγιά.
Ο Γιώργος ήταν ο πιο κινητικός απ’ όλους γιατί ήταν ο πιο βρεγμένος. Είχε αρχίσει από τις 9:00 να βγαίνει από την τέντα και να αναρωτιέται τι θα κάνουμε. Μετά τις 12:00 ο καιρός έδειξε σημάδια βελτίωσης. Ο Γιώργος επέμενε να ξεκινήσουμε να σκαρφαλώνουμε, όμως το χιόνι που ήταν αφράτο πάνω στην ορθοπλαγιά, δεν επέτρεπε κάτι τέτοιο. Στις 14:00 ο ήλιος έπεσε πάνω στην ορθοπλαγιά κι άρχισε να λιώνει τα χιόνια την προηγούμενης μέρας. Συννεφιά υπήρχε χαμηλά στο βουνό και μόνο το πάνω μέρος του το έβλεπε ο ήλιος. Ελπίζαμε να συνεχίσει έτσι.
Ο Μπάμπης ήθελε να περιμένουμε μέχρι την επόμενη ημέρα, για να καθαρίσει τελείως η ορθοπλαγιά από τα φρέσκα χιόνια. Εγώ πίστευα ότι αρκούσαν 2 ώρες αναμονής ακόμη. Θα ήταν προτιμότερο να σκαρφαλώνουμε στα καταρακτάκια, παρά στο verglass ίσως, την επόμενη ημέρα.
Έτσι στις 16:00 αρχίσαμε πάλι να σκαρφαλώνουμε. Ο καιρός άνοιγε και χαιρόμασταν, έκλεινε και τρομάζαμε στην σκέψη ότι μπορεί να έλθει πάλι καταιγίδα.
Προχωρούσαμε επιφυλακτικά, λόγω των γεγονότων της προηγούμενης ημέρας. Ο Δημήτρης ήταν καλά ευτυχώς και μπορούσε να σκαρφαλώνει. Αφού περάσαμε τα βράχινα περάσματα των σχισμών εξόδου, το ηθικό μας είχε αναπτερωθεί. Δεν νιώθαμε εγκλωβισμένοι και πιστεύαμε ότι θα ήμασταν στην κορφή το βράδυ. Καλύψαμε γρήγορα τα 200 m παγωμένης πλαγιάς που ακολουθούσαν.
Στις 19:00 ήμασταν και οι τέσσερις στην κορφή του Eiger, αφού είχαμε σκαρφαλώσει τη βορεινή ορθοπλαγιά του. Η αστάθεια του καιρού και οι περιοδικές θύελλες των προηγούμενων ημερών, μας είχαν καθυστερήσει σημαντικά. Παρ’ όλα αυτά, η ομάδα μας με τον περίφημο συνδυασμό των διαφορετικών χαρακτήρων, πράγμα σημαντικό για την επιτυχή ολοκλήρωση αυτής της διαδρομής, κατάφερε και ολοκλήρωσε την προσπάθειά της μονάχα σε τρεις ημέρες.
Η συνολική διάρκεια καθαρής αναρρίχησης αυτές τις τρεις ημέρες, ήταν 34 ώρες. Η επιστροφή μας έγινε από τη δυτική κόψη του βουνού και κρίθηκε απαραίτητο ένα ακόμη Bivouac 300 μέτρα χαμηλότερα απ’ την κορφή, λόγω του ότι είχε νυχτώσει και ήταν προτιμότερο να κατεβούμε την επόμενη ημέρα με το φως του ήλιου.
Ήμασταν ευχαριστημένοι και γεμάτοι από το επίτευγμά μας, όμως κανείς μας δεν θα ξαναπήγαινε με τέτοιες συνθήκες σ’ αυτήν τη διαδρομή.
Σε κάτι τέτοιες διαδρομές, ο αναρριχητής – ορειβάτης απολαμβάνει τις τεχνικές δυσκολίες μέχρι κάποια στιγμή. Κατόπιν θέλει απλά να ολοκληρώσει την προσπάθειά του και να φύγουν αυτός και οι σύντροφοί του, σώοι απ’ αυτήν.
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.